γάντζος

γάντζος
agrafe

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • γάντζος — και γάτζος και σγάντζος 1. αρπάγη, αγκιστροειδές όργανο που χρησιμεύει για ανάρτηση ή εξάρτηση διαφόρων αντικειμένων 2. κοντάρι με σιδερένιο γάντζο στην άκρη για να τραβούν μεγάλα ψάρια πάνω στη βάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαnzo, ιταλ. gancio… …   Dictionary of Greek

  • γάντζος — ο σιδερένιο αγκίστρι με το οποίο ανυψώνουμε ή κρεμάμε αντικείμενα, το τσιγκέλι: Κρέμασαν το δέμα στο γάντζο για να το ανεβάσουν στο πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγκιστρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 410 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Βρίσκεται κοντά στη μεθόριο με τη Βουλγαρία. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας, που περιλαμβάνει μόνο τον οικισμό Ά. * * * το (Α ἄγκιστρον) 1. αλιευτικό… …   Dictionary of Greek

  • αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… …   Dictionary of Greek

  • αγγρίφι — και αγρίφι, το 1. άγκιστρο, γάντζος, τσιγκέλι 2. ο άγγριφας* 3. καθετί που αγκυλώνει, ακίδα, αγκάθι, αιχμή 4. στον πληθ. τα αγγρίφια μυτεροί και απότομοι βράχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγρίφιον < ἀγρίφιον, υποκοριστικό τού μτγν. ουσ. ἀγρίφη… …   Dictionary of Greek

  • αγκυρίδι — το 1. το σιδερένιο άκρο τού αδραχτιού που έχει καμφθεί 2. αγκύλι, γάντζος εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα ή από το μτγν. ουσ. ἀγκυρίς] …   Dictionary of Greek

  • αγκύλη — Δήμος της Αιγηίδας φυλής στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα υπήρχε και προάστιο της πόλης. * * * η (Α ἀγκύλη) [ἀγκύλος] νεοελλ. συνήθως στον πληθ. οι αγκύλες 1. τα τυπογραφικά σημεία [], μέσα στα οποία τίθεται παρενθετικά τμήμα τού λόγου 2.… …   Dictionary of Greek

  • αλαβάρδα — Τύπος λόγχης που προέρχεται από την Κίνα. Η εισαγωγή του στον ευρωπαϊκό χώρο χρονολογείται από τον 14ο αι. Αποτελείται από τρία τμήματα: την αιχμή, την κόψη και την αρπάγη. Κατά τους τελευταίους μεσαιωνικούς χρόνους τη χρησιμοποίησαν κυρίως οι… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αρπάγη — η (AM ἁρπάγη) [αρπάζω] 1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα 2. η τσουγκράνα 3. σύνεργο αλιευτικής νεοελλ. ο ιστός της αράχνης …   Dictionary of Greek

  • γαντζούδι — το 1. μικρός γάντζος 2. ασημένια πόρπη στη ζώνη τής φουστανέλας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”